- υλοτόμιο(ν)
- το вырубка, вырубленное место
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
υλοτόμιο — το / ὑλοτόμιον, ΝΑ [υλοτόμος] το μέρος τού δάσους όπου γίνεται υλοτομία … Dictionary of Greek
πλαγιοσπορά — η, Ν (γεωπ·) μέθοδος φυσικής αναγέννησης ενός δάσους με σπέρματα δέντρων που βρίσκονται σε χώρο κοντά στο υλοτόμιο, χώρο ο οποίος υλοτομείται όταν ολοκληρωθεί η φυσική αναγέννηση τών ήδη υλοτομημένων περιοχών … Dictionary of Greek
υλοτομία — η / ὑλοτομία, ΝΑ [υλοτόμος] 1. η κοπή δένδρων από το δάσος 2. συνεκδ. το υλοτόμιο νεοελλ. η εκμετάλλευση τών δασών … Dictionary of Greek